Παρασκευή, Μαρτίου 30, 2007

ΣΤΕΡΝΟ ΦΙΛΙ


ΣΤΕΡΝΟ ΦΙΛΙ

Και μ' άφησες, αγάπη μου, στα στήθια σου να γείρω.
Ένας χρυσός Παράδεισος μου θάμπωσε τα μάτια,
της βελουδένιας σάρκας σου με μέθυσε το μύρο,
και στο μυαλό μου χτίστηκαν ονείρωνε παλάτια.

Παλάτια που γκρεμίστηκαν. Να, σήμερα πεθαίνεις!
Τα χλωμιασμένα χείλια σου μού δίνεις να φιλήσω
και μου λαλούν τα μάτια σου στη γλώσσα της χαμένης
αγάπης μας: «Πηγαίνω κει, από τον ήλιο πίσω».

Γονάτισα, σε φίλησα. Ω, το στερνό φιλί μου!
Σαν έσμιξαν τα χείλια μας, η θεϊκιά ψυχή σου
πετάχτηκε απ' το στόμα σου κ' εχύθη στο κορμί μου·
και σου 'πα τότε με χαρά: «Αγάπη μου, κοιμήσου».

[Δημοσιεύτηκε: Ελλάς, 02.07.1915]

ΤΟ ΠΙΑΝΟ


ΤΟ ΠΙΑΝΟ

Μπροστά στο πιάνο κει το μεγαλόπρεπο
πανώρια κόρη κάθεται
κι απλώνει στ' άσπρα πλήχτρα του ανάλαφρα
τα χέρια της τ' ασπρότερα.

Ριγούν αυτά στ' ονειρευτί της άγγισμα
κι όλο πηδάν χαρμόσυνα
στα χάδια που τα δάχτυλα τ' αφρόπλαστα
ατέλειωτα σκορπίζουνε.

Και χύνονται στη μυρωμένη κάμαρα
που λάμπει ολοφώτιστη
τρελοί σκοποί, απόκοσμοι, ουράνιοι
και μελωδίες βαγνέριες.

Γιομάτη πόνο μια στροφή ακούγεται,
βαριά χτυπούν τα δάχτυλα,
και σαν σιγοπηδά το πιάνο φαίνεται
πως τρέμει μες στο θρήνο του.

Και τ' ανθογυάλι' αυτά που το στολίζουνε
κουνιούντ', ανατριχιάζουνε
με τ' άνθια τους μαζί, που χάμω γέρνουνε --
θαρρείς από τη λύπη τους.

[Δημοσιεύτηκε: Ελλάς, 03.05.1915]

Πέμπτη, Μαρτίου 29, 2007

ΔΙΑΒΑΙΝΟΥΝ


ΔΙΑΒΑΙΝΟΥΝ

Διαβαίνουν οι χανούμισσες! Μεριάστε σεις, διαβάτες,
κρυφτείτε να θαυμάσετε την ομορφιά, τη χάρη
που θα προβάλει γελαστή. Αργοδιαβαίνουν -- να τες! --
με τη δειλή περπατησιά, με το κρυφό καμάρι.

Κοιτάχτε τες, ασκέπαστες, γεμάτες από νιάτα
σε μαύρο φόντο λάμπουνε -- σαν μαγικά αστέρια
στης νύχτας το τρισκόταδο -- ολόασπρα, αφράτα
κεφάλια ηλιογέννητα κι αφροπλασμένα χέρια.

Ω, πόσους λάγνους πόθους προδίδει αυτό το βλέμμα
π' αστράφτει και θαμπώνει! Και ποιο ερωτομίλημα
να σιγολέν τα χείλια τους -- που λες πως στάζουν αίμα --
σαν ποτίζουν τον πασά με το γλυκό τους φιλήμα;

[Δημοσιευτήκε: Ελλάς, 15.02.1915]

Τρίτη, Μαρτίου 27, 2007

ΑΝΟΙΞΗ


ΑΝΟΙΞΗ

Έφτασ' η ώρια Άνοιξη -- το λεν τα χελιδόνια --
κι ο σκυθρωπός Χειμώνας εκίνησε να φύγει·
του στέλνει κείνη λούλουδα, αυτός της ρίχνει χιόνια,
και με τ' αθώο γέλιο της τα δάκρυά του σμίγει.

Στο γαλανό παλάτι του ο Φοίβος τριγυρίζει
και, χύνοντας, αφόβιστα ολόχρυσες αχτίδες,
σ' ό,τι στο δρόμο του βρεθεί το χρώμα του χαρίζει
κι αφήνει πίσω του χαρά και άσβεστες ελπίδες.

Τα δέντρα πρασινίσανε και γιόμισαν λουλούδια·
του πιστικού ακούγεται η γέρικη φλογέρα
να σιγολέει άφταστα κάθε πρωί τραγούδια,
και τα πουλιά να κελαηδούν τον ύμνο τους στη μέρα.

Παντού ξεχύνετ' η χαρά. Μόνον εσύ, μικρή μου,
βλέπεις τις τόσες ομορφιές με μάτια δακρυσμένα.
Έλα να βρεις παρηγοριά στ' ολόθερμο φιλί μου!
Επρόβαλε η Άνοιξη! Ξέχνα τα περασμένα!

[Δημοσιεύτηκε: Παρνασσός, 04.05.1914]

Δευτέρα, Μαρτίου 26, 2007

ΦΙΛΗΜΕΝΗ


ΦΙΛΗΜΕΝΗ

Καθόμαστε αμίλητοι -- θυμήσου κοπελιά μου --
ερόδιζες από ντροπή -- αλήθεια 'ναι ή ψέμα; --
κι άφηνες το κεφάλι σου να σιγογύρει χάμου
όταν το βλέμμα σ[ου] έσμιξε με το δικό μου βλέμμα.

Σου ζήτησα ο άμοιρος ένα φιλί μονάχα·
εσύ μου το αρνήθηκες με τη γλυκιά φωνή σου
κ' έγειρες το κεφάλι σου -- να το θυμάσαι τάχα; --
μα 'γω το «ναι» εδιάβασα στα μάτια, τη μορφή σου.

Σ' αγκάλιασα, σε φίλησα, χωρίς να σε ρωτήσω·
εσύ φαινόσουν, πονηρή, πως ήσουν θυμωμένη
και να ξεφύγεις ήθελες... μα όχι να σ' αφήσω·
εγλίστρισες και μου 'φυγες... εισ' όμως φιλημένη.

[Δημοσιεύτηκε: Παρνασσός, 27.04.1914]

Κυριακή, Μαρτίου 25, 2007

ΜΑΡΑΙΝΕΤΑΙ


ΜΑΡΑΙΝΕΤΑΙ

Ο ασημένιος ήλιος με χαρωπές αχτίδες
το κάθε τι, τον ουρανό, όλη τη γη στολίζει,
και χύνει, λες, η θάλασσα αδιάκοπες ελπίδες
όταν πλατύ το γέλιο της τ' αστραφτερό σκορπίζει.

Στο χέρι πήρ' η Άνοιξη αέρινα πινέλα
και με το λαμπροπράσινο της Φύσης τ' ώριο χρώμα
έντυσε κάμπους και βουνά. Και της ζωής η τρέλα
άνοιξε κάθε λούλουδου το μυρωμένο στόμα.

Παντού ξεχείλισ' η χαρά. Απ' όλα τα λουλούδια
μόνον ο δόλιος μενεξές μένει στη γη θλιμμένα,
αδιάφορος στα θεϊκά κάθε πουλιού τραγούδια.
Μαραίνεται ο δύστυχος, μαράθηκ' οιμένα.

[Δημοσιεύτηκε: Παρνασσός, 19.02.1914, Κρητικός Αστήρ, Απρίλιος 1914, Ελλάς, 21.08.1914]

Σάββατο, Μαρτίου 24, 2007

ΣΟΝΕΤΟ


ΣΟΝΕΤΟ

Τα φύλλα κιτρινίσανε και, πέφτοντας στο χώμα,
ξεχύνονται σ' αφάνταστο, σ' απότρελο χορό.
Τα λουλουδάκια κλείσανε το θεϊκό τους στόμα
και γέρνουν άθελα στη γη, κοπάδι θλιβερό.

Ο ήλιος, που άλλοτε, που χθες, προχθές ακόμα
εσκόρπιζε το γέλιο του, ψηλά, το λαμπερό,
σκυθρώπασε, και έπνιξε τ' ολόχρυσό του χρώμα
στα μολυβένια σύννεφα που πέρα εκεί θωρώ.

Η θάλασσα εφούσκωσε κ' έθρεψε το κύμα,
στο πεζοδρόμι η βροχή χτυπάει ρυθμικά
και του διαβάτη βιαστικό ακούγεται το βήμα.

Απ' τη βροχή ετρόμαξαν τ' αθώα χελιδόνια
και σαν πετάνε φαίνεται πως λένε μυστικά:
«Εμπρός, εμπρός, να φύγουμε, θ' αρχίσουνε τα χιόνια».

[Δημοσιεύτηκε: Ελλάς, 31.10.1913, Παρνασσός, 12.10.1914]

Πέμπτη, Μαρτίου 22, 2007

Η ΚΟΣΜΟΞΑΚΟΥΣΜΕΝΗ


Η ΚΟΣΜΟΞΑΚΟΥΣΜΕΝΗ

Αυτή 'ταν η αιθερόπλαστη, μιας αυγής κοπέλα,
αυτή 'χε άκακη καρδιά π' αγκάλιαζε τον ουρανό,
μέσα στον κήπο έτρεχε με του παιδιού την τρέλα,
ανάμεσα στα λούλουδα, λουλούδι ζωντανό.

Ένα πουλί, της ψάθας της τής ανθοστολισμένης
γελάστηκε και τσίμπησε το ψεύτικο σταφύλι·
εν' άλλο, απονήρευτο, της κοσμοξακουσμένης
για κεράσια ανόμισε τα κερασένια χείλη·

την πλάνη του σαν είδανε, γελάσανε τα κρίνα
και σκόρπισαν εν' άρωμα γλυκύτερο ακόμα·
από τον ήλιο έφυγε μια χαρωπή ακτίνα
και στην νεράιδα έχυσε τ' ολόχρυσό της χρώμα.

Το άνθος εμαράθηκε και η πανώρια σβήνει
σαν όνειρο απατηλό, σαν οπτασία θεία.
Με το καπέλ' ο κηπουρός την κερασιά του ντύνει
για να φοβίσει τα πουλιά -- για δες μια πονηριά!

Μα τα πουλιά σαν είδανε την ψάθα κρεμασμένη
θυμήθηκαν την όμορφη -- ω, ποιος θα την ξεχάσει! --
κι αμέσως εριχτήκανε σα λύκοι πεινασμένοι.
Την άλλη μερ' η κερασιά δεν είχ' ένα κεράσι.

[
Δημοσιεύτηκε: Παρθενών, 09.10.1913, Ελλάς, 05.03.1915]

Τετάρτη, Μαρτίου 21, 2007

Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης

Μολονότι, αυτές οι «παγκόσμιες ημέρες» καταντούν συνήθως γραφικές, στην (ηλεκτρονική) Επιθεώρηση Ποιητικής Τέχνης Ποιείν, του Σωτήρη Παστάκα, φιλοξενούνται (επί τη ευκαιρία) δεκάδες «ποιητικοί ορισμοί» της ποίησης, ήτοι «ορισμοί» γραμμένοι από (έλληνες και ξένους) ποιητές. Αξίζει να τους δείτε...

Δευτέρα, Μαρτίου 19, 2007

ΜΕ ΡΩΤΗΣΕ


ΜΕ ΡΩΤΗΣΕ

Με ρώτησ' η μικρούλα μου φιλώντας με στο στόμα:
«Πες μου, φτωχέ τραγουδιστή, ποια δύναμη σε παίρνει
και μ' αχαλίνωτη ορμή από της γης το χώμα
σ' εμπνεύσεις ονειρόβγαλτες κι απόκοσμες σε φέρνει;
Ποια Μούσα αιθερόπλαστη, ποιο μάγο αγγελούδι
σφιχτοκρατεί την πένα σου σαν γράφεις το τραγούδι;»

Της είπα 'γω: «Αγάπη μου, τα γαλανά σου μάτια
-- που λες πως καθρεφτίζεται στο φωτεινό τους βάθος
η λάμψη η ουράνια -- σ' ονειρευτά παλάτια
στέλνουν τη φαντασία μου και τραγουδούν με πάθος.
Το θεϊκό σου φίλημα με νέκταρ το ποτίζει
και σε τραγούδια άφταστα η λύρα μου ραγίζει».

[Δημοσιεύτηκε: Η Εθνική Χαρά, 22.04.1914]

Σάββατο, Μαρτίου 17, 2007

ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ


ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ

Ο Φοίβος ροδοκόκκινος αργοκυλά στη δύση
σέρνοντας σύννεφα χρυσά γι' ασύγκριτη χλαμύδα·
σε λίγο πίσ' απ' το βουνό κει κάτω θε ν' αφήσει
μισόσβηστη και θαμπερή την υστερνή τ' αχτίδα.

Η θάλασσα π' απλώνεται βουβή και νεκρωμένη
ανατριχιάζει κάποτε στα χάδια του αγέρα,
κ' οι ψαροπούλες, ροδαλές στου ήλιου που πεθαίνει
το ματωμένο βλέμμα, ξανοίγονται ως πέρα.

Η νύχτ' απλώνει απαλά το μαύρο της σεντόνι
και αφανίζει άπονα καθ' ομορφιά και χάρη,
ακούγεται το άχαρο κελάδημα του γκιώνη
κι αργοπροβάλλει ντροπαλό τ' ολόχλωμο φεγγάρι.

[Δημοσιεύτηκε: Παρνασσός: 07.09.1914· Παρνασσός: 02.11.1914· Ελλάς: 12.04.1915]

Παρασκευή, Μαρτίου 16, 2007

ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΝΕΡΑΪΔΑ


ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΝΕΡΑΪΔΑ

Από τα βράχι' ανάμεσα πετιέται 'να κεφάλι
και βλέμματα ολόγυρα σκορπάει φοβισμένα.
Εγώ, κρυμμένος κάπου κει στο έρημ' ακρογιάλι,
το βλέπω -- σαν σε όνειρο -- με μάτια λιγωμένα.

Ένα κορμί παρθενικό, γυμνό αργοπροβάλλει
κι απλώνεται ηδονικά σε κύματ' αφρισμένα·
ο ήλιος εσκυθρώπασε μπροστά στα τόσα κάλλη,
τα κάλλη τ' απολλώνεια και τα φωτολουσμένα.

Ανατριχιάζ' η θάλασσα στο θείο άγγισμά τους,
τα κυματάκια απαλά με χάρη τ' αγκαλιάζουν
κι αχτίδες τα χαϊδεύουνε χρυσές στο πέρασμά τους.

Θεότρελος, ο δύστυχος, βουτιέμαι μες στο κύμα,
τα μάτια της τα θεϊκά με φόβο με κοιτάζουν
και χάνεται στη θάλασσα... Ήταν νεράιδα... Κρίμα!

[Δημοσιεύτηκε: Παρνασσός, 21.09.1914, Παρνασσός, 09.11.1914 και Ελλάς, 08.03.1915]

Σάββατο, Μαρτίου 10, 2007

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ


ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ

Μαύρη νυχτιά. Αντιλαλούν οι λαγκαδιές, τα βράχια,
ένα τραγούδι θλιβερό απλώνεται ως πέρα
και τρομαγμένα γέρνουνε τα κίτρινα τα στάχυα.
Θρηνεί του τσοπανόπουλου η γέρικη φλογέρα.

Το κάθε τι βουβάθηκε. Και των δενδρών τα φύλλα,
που τα χαϊδεύει απαλά κάθε πνοή τ' αγέρα,
αργοκινούνται -- τα 'πιασε, θαρρείς, ανατριχίλα.
Θρηνεί του τσοπανόπουλου η γέρικη φλογέρα.

Μα ξάφνου εσκορπίστηκε χαρούμενο τραγούδι.
Το φεγγαράκι έλαμψε -- θαρρείς πως είναι μέρα --
κ' έχυσ' αιθέρια ευωδιά το κάθε 'να λουλούδι.
Με χαρωπό παίζει σκοπό η άστατη φλογέρα.

Ω, τι τραγούδι θεϊκό, ολόγεμο ελπίδες!
Ολόφωτη, ολόλαμπρη προβάλλει, χρυσοφτέρα,
καταστόλιστη η χαρά με γελαστές αχτίδες.
Με χαρωπό παίζει σκοπό η άστατη φλογέρα.

Για μια στιγμή ακούστηκε, της δυστυχιάς σημάδι,
του γκιώνη η πένθιμη λαλιά, άγρια σαν φοβέρα,
και η χαρά εχάθηκε στης νύχτας το σκοτάδι.
Από το φόβο σώπασε η δόλια η φλογέρα.

[Δημοσιεύτηκε: Παρθενών, 19.02.1914, Κρητικός Αστήρ, Απρίλιος 1914, Ελλάς, 21.08.1914]

Παρασκευή, Μαρτίου 09, 2007

Εφηβικοί Στίχοι (1913-1916)

Στην ενότητα «Απ' το αίμα του παιδιά» έχω αρχίσει, εδώ και λίγο καιρό, να δημοσιεύω τα ποιήματα του Καρυωτάκη που δεν υπάρχουν στις ποιητικές σελίδες του site. Πρόκειται για τα ποιήματα που έγραφε και έστελνε σε περιοδικά και εφημερίδες ως έφηβος (κατά την περιοδολόγηση του Σαββίδη) και τα οποία τελικά δεν συμπεριέλαβε σε καμία από τις ποιητικές συλλογές που δημοσίευσε (προφανώς γιατί τα θεωρούσε πολύ πρωτόλεια και μέτρια). Καλύπτουν την περίοδο από το 1913 (17 ετών) έως το 1916 (20 ετών). Όταν ολοκληρωθεί η δημοσίευση στο blog, τα ποιήματα θα προστεθούν και στις σχετικές σελίδες του site.

Ο Σαββίδης, πάντως, γράφει σχετικά (στην έκδοση των Ποιημάτων από τις εκδόσεις Νεφέλη - Αθήνα 1992):

Το γεγονός ότι ο Καρυωτάκης εμφανίζεται να κατακλύζει την Ελλάδα και τον Παρνασσό με στίχους κατά κανόνα ερωτόπαθους, συνδυασμένο με τη δημοσίευση δύο ποιημάτων του στον Κρητικό Αστέρα Χανίων του 1914, οδηγεί στην εικασία πως εκείνο που βασικά τον κινεί δεν είναι τόσο μια διάχυτη και αχαλίνωτη φιλοδοξία λογοτεχνική, όσο η συγκεκριμένη επιθυμία και ανάγκη να προβληθεί στα μάτια μιας αναγνώστριας των αντύπων αυτών, της Άννας Σκορδύλη.

Τετάρτη, Μαρτίου 07, 2007

ΑΝΤΙΘΕΣΙΣ


ΑΝΤΙΘΕΣΙΣ

Όταν το θείο γέλιο σου στα χείλη σου ανθίζει
κι αστράφτει μες στα μάτια σου η κάθε ηδονή,
όταν την ώρια σου μορφή τρελή χαρά στολίζει
και ξεφωνίζεις εύθυμα, γλυκιά μου καστανή,

τότε εγώ ο δύστυχος, του έρωτος ρημάδι,
σε δάκρυα τον πόνο μου αφήνω να ξεσπά·
το κάθε τι μου φαίνεται μαύρο σαν το σκοτάδι
και λέω με παράπονο: «Άλλονε αγαπά».

[Δημοσιεύτηκε: Παρνασσός, 16 Μαρτίου 1914, Ελλάς, 23 Οκτωβρίου 1914]

Κυριακή, Μαρτίου 04, 2007

ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ


ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ

Αγάπη μου, με τράβηξε δω πέρα
το μύρο του κορμιού σου και το μύρο
της άσπρης σου ψυχής που, στον αθέρα
του θρηνοτραγουδιού σου, χύνεις γύρω.

Μα πάψε πια το κλάμα σου, κ' η μέρα
προβάλλει τώρα· να, από θλίψες στείρο
το φως γαλαζώνει τον αιθέρα.
Στα στήθια σου τόσο απαλά θα γείρω...

Για δες η πεταλούδα πώς αγγίζει
το ρόδο· έτσι αλαφρά και το φιλί μου
στο ρόδινό σου στόμα θα ζυγίζει.

Στη βρύση των χειλιώνε σου, καλή μου,
της δίψας μου τη φλόγα άσε να σβήσω.
Μην κλαις... τόσο γλυκά θα σε φιλήσω...

[Δημοσιεύτηκε: Ελλάς 22.01.1915 και Παρνασσός 15.02.1915]